Новогреческий словарь
συχυσμένος
συχυσμέν|ος
1)
запутанный
;
2)
смущенный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
запутанный
? —
συχυσμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
смущенный
? —
συχυσμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
συχυσμένος
? — запутанный, смущенный
#
(ново)греческий словарь
—
ευκολόβραστος
—
αγκίδα
—
οδοντογλύφανο
—
μεταλλόπλυση
—
εξαερισμός
—
ρινολαλία
—
αγδίκιωτος
—
αλαλάζω
—
ωμοπλινθοδομή
—
κουρταλάω
—
μελοδραματικά
—
βρεσιμιό
—
ερίνωση
—
κοσμηματογραφία
—
προφέρνω
—
συλλαβόγραμμα
—
αυτοπροαίρετος
—
σπαρνάω
—
διευθυντήριο
—
ραδιοδέκτης
—
ξεκουμπίζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве