ενδοσκοπώ

формы словаβ
ενδοσκοπώ



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ενδοσκοπώ? —


διηγητήςαποτριχωτικόςφρεάτιοςαποστέλλομαιεφτάζυμοςανεκτίμητοςστοιχειώνωμπερδεύωπεριπάτημαπολυβολώλιπάζηδεσποτικόπανύψηλοςδειλίακαουτσουκένιοςσιταράτοςκαιροσκόποςεπιταγήκαφασωτόςζωολογικόςσωστός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit