|
το трава; ξερό ~ — сухая трава, сено #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трава? — χορτάρι как с (ново)греческого переводится слово χορτάρι? — трава — συνεταιρικά — γκιοτής — δεκατετράωρος — ειδοποιός — αμετακίνητος — σταυροδοσία — ξεπάγιασμα — θλίψη — οχθρός — φαινομενολογία — αλιμενία — δασμολογικός — συντροφιαστά — συκολόγος — αστράπτω — διήθηση — κοπροσκυλιάζω — μεσημβρία — ανάβολος — ελάφίδες — βαργεστίζω |
|||