|
(αόρ. χαροκάηκα) потерять (многих) близких #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово потерять близких? — χαροκαίομαι как с (ново)греческого переводится слово χαροκαίομαι? — потерять близких — εφετινός — μυγοχάφτισσα — ηπατικός — ξεφλουδισμένος — γαλακτικός — στρωτός — χουβαρνταλίκι — ατέλευτος — βασκανθήρα — κατάξαφνα — καλημερίζω — συντρόφεμα — κόμμα — αλόγιστα — πορτάρω — μαστρολογάω — πεταχτάρι — αντιπροσωπευόμενος — γλιστερός — κασόνι — ανεπιφανής |
|||