Новогреческий словарь
χαροκαίομαι
χαροκαίομαι
(αόρ. χαροκάηκα)
потерять (многих) близких
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
потерять близких
? —
χαροκαίομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
χαροκαίομαι
? — потерять близких
#
(ново)греческий словарь
—
ραχίτιδα
—
διάλυση
—
παραλαλητό
—
νηματοειδής
—
φιλοδοξώ
—
γυρεύγω
—
ασκάλευτος
—
αναβρασμένος
—
ζωάρκεια
—
ζαβολιάρης
—
φυσομανώ
—
λασπομαχία
—
γαλακτοπότης
—
ακυρίευτος
—
κυπριακός
—
πολυσχιδής
—
αδίκως
—
αποκαρωμένος
—
περίγειος
—
πτήση
—
συμφιλιωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω