|
ο 1) слонёнок; 2) маленький слон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слонёнок? — ελεφαντίσκος как на (ново)греческом будет слово маленький слон? — ελεφαντίσκος как с (ново)греческого переводится слово ελεφαντίσκος? — слонёнок, маленький слон — αεριογόνος — εριον — αιματοπότης — χωρονομικός — γλειφτοπινάκας — μονοιασμένος — αναφύομαι — κοριτσάρα — αστάφνιαστος — οργανοπαίχτης — αμβλύνους — κακοσαρκώνω — ανυποτίμητος — γερόντιον — αποφασιστικός — λιθόδμητος — πόλη — αναμαζωξάρης — λιγώτερο — απαράβαλτος — εκπωμαστήρας |
|||