|
το копировальная бумага #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово копировальная бумага? — καρμπόν как с (ново)греческого переводится слово καρμπόν? — копировальная бумага — συγκατοικία — αειμακάριστος — παράγωγο — παραλαβαίνω — βραδυκαρδία — τεταρταίος — μάρσιππος — αργυρόχρους — Συριανός — σύρτης — εξελέγχω — πηλός — σκοντάβω — σχίσιμο — μούσμουλο — έφαγα — εγκαθειργνύω — ατμολουτήρ — όνομα — τσίκνωμα — πολυτεχνίτης |
|||