|
αόρ. от διαδύομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διέδυν? — — εργαλείο — σκόλοψ — ομότιμος — προγνώστης — αδευτέριστος — μερακλού — ποταμήσος — μαζή — δογματιστής — πειθαναγκάζω — ηξεύρω — αμάτιστος — μακιγιάρισμα — βρώμικος — φταρμίζω — φάσκω — αντικέρης — μικροδουλειά — Μαυρογιάννης — απηλιώτης — ευνοούμαι |
|||