|
ο решето #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово решето? — αρύλογος как с (ново)греческого переводится слово αρύλογος? — решето — δαφνοστεφανωμένος — πλυστικά — έμπυασμα — δυνατότητα — επαρκής — αρχοντικά — απόγονος — μονοιάζω — άτρυγος — αζύγιαχτος — λιθογόμωσις — ροδάνισμα — σιλλιμανίτης — κινεζικός — κατάχτηση — συγκατατίθεμαι — απεικασμός — καφεδάκος — πολυτραβώ — δίπλα — ηλιοσκοπία |
|||