|
το очёски (шерсти) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово очёски? — απομαλλίδι как с (ново)греческого переводится слово απομαλλίδι? — очёски — αστίατρος — αδιάβλητος — συντονία — κορνέττα — χρυσοχοϊκός — αχαλίνωτος — ριζώννομαι — διασφίγγω — λευκοφόρος — λιθοστρώνω — σαντούρι — νυχτοφούντωτος — φτηνός — μυστρίζω — διερευνητικός — παιδονομικός — αυγοτέμπερα — δραχμοποίηση — μεταξόσπορος — χωρογράφος — σκληραγώγηση |
|||