|
столярный; плотничий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово столярный? — ξυλουργικός как на (ново)греческом будет слово плотничий? — ξυλουργικός как с (ново)греческого переводится слово ξυλουργικός? — столярный, плотничий — ρήτρα — μικροπαντρεμένος — κλιμακηδόν — ελκυστικός — ισχυρά — επιτιμητής — πλησίον — ετοιμοφόρτοτος — φωτοκοίω — θνήσκω — αναμέτρηση — μαλαματένιος — κυρτώνω — ανεπισκεύαστος — ψυχρόμετρο — ανεπίληπτα — τέννυς — Σκαρλάτος — γόμφωμα — Ιαπωνία — κρώξιμο |
|||