|
легко уловимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко уловимый? — ευκολόπιαστος как с (ново)греческого переводится слово ευκολόπιαστος? — легко уловимый — λουτρό — ανάριωμα — ακτινολόγος — οκτακόσια — ακροσταβία — περιπετειώδης — δρομαίως — ασυμμόρφωτος — ανυφαντού — συχωρνώ — πριάπειος — μελάνη — μέσος — ρίξιμο — χέρσωμά — εριουργός — μπανιερό — μπουζουκομάνα — δισχιλιοστός — ποδένω — τσαλάκωμα |
|||