Новогреческий словарь
επανεξάγω
επανεξάγω
(αόρ. επανεξήγαγον, паθ. αόρ. επανεξήχθην)
реэкспортировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
реэкспортировать
? —
επανεξάγω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επανεξάγω
? — реэкспортировать
#
(ново)греческий словарь
—
υδρογόνο
—
αντικαταθλιπτικό
—
σγουρώνω
—
ηλιακός
—
ολοήμερος
—
χειρόμακτρον
—
ανάφαλο
—
κομβιοδόχη
—
αισθητοποιητικός
—
βυζαντιακός
—
όλον
—
μεγαλέμπορας
—
γόνδολα
—
ακυοφόρητος
—
σπαθί
—
χάραξ
—
σποροδιαλογέας
—
συγχωνεύω
—
ενενηκοντούτης
—
υδρόφιλος
—
συνενώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве