|
хим. этиловый; ~ή αλκοόλη — этиловый спирт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово этиловый? — αιθυλικός как с (ново)греческого переводится слово αιθυλικός? — этиловый — ήμων — στρατιωτικοποιώ — φοιτητριούλα — νήξις — χειρόπτερα — ημερόβιος — εκναυλώτρια — υπασπιστής — κυβιστικός — ναυλομεσιτικά — διχρωμία — κάκιωμα — ασκαρδαμυκτί — σεμνοτυφία — έξυπνο κινητό — απαντέχω — συντεταγμένος — κατήφεια — απόδημος — γυναικώνίτης — προφήτισσα |
|||