|
ο тальк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тальк? — ταλκης как с (ново)греческого переводится слово ταλκης? — тальк — βακτηριακός — φρόνηση — αγροικώ — μωραίνομαι — ανασκάλεμα — δισταυρία — ιντερβιού — συγκοινωνία — μπρούντζος — αδυνάμωτος — εξόστωση — σκυλόβρισμα — βούργια — χούϊ — ζαλικώνουμαι — εξώτερος — σφιγκτήρ — υπερασπιστός — γυμνασιάρχης — καφεΐνη — προσγειωμένος |
|||