|
венгерский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово венгерский? — ουγγαρέζικος как с (ново)греческого переводится слово ουγγαρέζικος? — венгерский — ούζο — γαλένα — σαμαρώνω — κατάκτηση — εντερόκλυση — πληρωμή — περιφρονήτρια — αμηχανώ — λιγοστεύω — υπερβάλλων — εκτοκύκλιο — γαληνίζω — σύνεργο — μεταξωτός — εντροπαλός — συμφυής — παλιάτσος — εγκιβωτίζω — υσγινοβαφής — υπαλληλίσκος — ανέκδοτος |
|||