Новогреческий словарь
κουρνιαχτός
κουρνιαχτός
ο
пыль; облако пыли
;
έχει σηκωθεί ~ — [phrase]пыль стоит столбом[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пыль
? —
κουρνιαχτός
как на
(ново)греческом
будет слово
облако пыли
? —
κουρνιαχτός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουρνιαχτός
? — пыль, облако пыли
#
(ново)греческий словарь
—
υγεία
—
εμβρυοκτόνος
—
κηπάκος
—
μετανιωμένος
—
ξιφομαχώ
—
αθεμελίωτος
—
οικοτροφία
—
εκόρεσα
—
δασμολόγηση
—
τριτοετής
—
μόνε
—
μελισσαριό
—
μακρομάνικος
—
γλανός
—
μαστοράντζα
—
κασονιάζω
—
ξεφασκιώνω
—
καστανόξανθος
—
γκαινιάζομαι
—
ιταμότητα
—
ψευτοσπουδαίος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве