|
прям., перен. колоть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колоть? — τσιγκλώ как с (ново)греческого переводится слово τσιγκλώ? — колоть — ηρωίδα — άρρωστος — απήγανος — διαφέντευμα — αγαπώ — δαμάλειος — γιασεμάκι — πηγαινοερχομός — φαρδής — χυμοποιώ — κολοιός — αμφιπρόστυλος — γλυκολαλιά — ρακοφόρος — γαλατόσαρκος — λεπτόφλουδος — ποικιλωδία — αμπελάς — μαυρομάτα — ανεπίσχετος — αποτρίχωση |
|||