|
το церк. епитрахиль; === υπόσχομαι (или τάζω) λαγούς μέ ~α — наобещать с три короба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово епитрахиль? — πετραχήλι как с (ново)греческого переводится слово πετραχήλι? — епитрахиль — ταυτοφωνία — φύλλο — κουτουλιάρικος — μεταβλητός — βλάκας — αφούρκιστος — αποσύνδεση — ενοικώ — ψάξιμο — αθέμελος — επιμένω — ασκούπιστος — αγρίεμα — ξέκληρος — κλειδομανταλώνω — τουρκοτέκο — θρονιάζω — γυμνοσάλιαγκας — μπίς — λαγουδίνα — σπασμωδικότητα |
|||