Новогреческий словарь
πετραχήλι
πετραχήλι
το церк.
епитрахиль
;
===
υπόσχομαι (или τάζω) λαγούς μέ ~α — наобещать с три короба
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
епитрахиль
? —
πετραχήλι
как с
(ново)греческого
переводится слово
πετραχήλι
? — епитрахиль
#
(ново)греческий словарь
—
τυχερό
—
βελονίδα
—
καφετερία
—
διαθέσιμος
—
ανάφτερος
—
μωρός
—
κοκιανοβαμμένος
—
αδιχοτόμητος
—
χαρτόλιθος
—
ανυπάκουος
—
αγριότοπος
—
καταναλωθείς
—
διαιτήτρια
—
αργύρωμα
—
μπουφετζής
—
δυσκολονόητος
—
βραχυδιάστα
—
δραχμοβίωτος
—
βαθομετρικός
—
αγγελοκρίνομαι
—
κυτταροστατικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве