Новогреческий словарь
ψυχοτρώγω
ψυχοτρώγω
(αόρ. (ε)ψυχόφαγα) терзать чью-л.
душу; изводить
(кого-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
душу
? —
ψυχοτρώγω
как на
(ново)греческом
будет слово
изводить
? —
ψυχοτρώγω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ψυχοτρώγω
? — душу, изводить
#
(ново)греческий словарь
—
ζερό
—
ωκεανοπλοϊκός
—
μετριούμαι
—
σπειρώ
—
συμβουλεύομαι
—
αντιδημοτικότητα
—
λάμπασμα
—
διορθωτικός
—
έδεσμα
—
λιθογόνος
—
αρνακιά
—
χολόσκαση
—
μαγεία
—
πληρεξούσιο
—
ζευγνύω
—
βδελύσσομαι
—
φλογαγωγός
—
αντιλογώ
—
στιγματικός
—
φοιβόλητος
—
φιλιότσος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,