|
(αόρ. (ε)ψυχόφαγα) терзать чью-л. душу; изводить (кого-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово душу? — ψυχοτρώγω как на (ново)греческом будет слово изводить? — ψυχοτρώγω как с (ново)греческого переводится слово ψυχοτρώγω? — душу, изводить — αφρορροώ — κουτσονούρης — ατόπημα — ίνα — επιφυλαχτικός — χαλιέμαι — βεγγαλέζικος — αμάχητο — αντικαταλλαγή — απόβαρο — γλιστερός — αεροπειρατής — τσόντα — στουμπανίζω — αδωρος — μπατίρισσα — εξανάστασις — ανάβρα — χαμοβούνι — αντέχω — καρδιοπαθής |
|||