|
ο, η наследник, наследница (по завещанию) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наследник? — κληροδόχος как на (ново)греческом будет слово наследница? — κληροδόχος как с (ново)греческого переводится слово κληροδόχος? — наследник, наследница — έναστρος — υδραιμία — λειβαδοπέρδικα — ορίζουσα — κατάτμηση — σταυλισμός — εφησυχάζω — φρέζα — λιθοβολώ — ακροσύρτης — μνήμη — γαλανότης — γυάλωμα — γουρλίδισσα — αλοπηγός — μεταφυτεύω — αφαρμάκωτος — καληνυχτίζομαι — μακρομάλλης — καφές — υπεραισθησία |
|||