|
τό, τά имущество, добро; έχασε όλα του τά έχει — [phrase]он потерял всё[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имущество? — έχει как на (ново)греческом будет слово добро? — έχει как с (ново)греческого переводится слово έχει? — имущество, добро — χοντροσύνη — γυφτάκι — διοχέτευση — σερβιτόρα — σκαλέτα — παραπάνου — σκορδόπιστη — οροθετικός — αποστέλνω — τριανταφυλλής — αεριογόνο — κατσάρωμα — ντερμπεντέρικα — αγκάθα — οψικευόμενος — απαίνευτος — ατμοσολήνας — αρχαιοσολία — κοψοχρονιά — μπόλι — δέψα |
|||