|
η 1) прям., перен. меткость; точность; 2) воен. попадание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меткость? — ευστοχία как на (ново)греческом будет слово точность? — ευστοχία как на (ново)греческом будет слово попадание? — ευστοχία как с (ново)греческого переводится слово ευστοχία? — меткость, точность, попадание — διαζύγιο — λακωνικός — αμπερομετρικός — σακκοβελόνη — αλευροθήκη — ημερήσιος — αμάντριστος — βοσκοπούλα — ενσφράγιση — στροβιλοαντιδραστήρας — τεσσαράγκωνος — εξελληνισμός — τροπωτήρ — εύλογος — ανεπιχείρητος — αδιάπλαστος — διορίζω — εξουσιαστικά — οργανογραφία — ανεμούρα — αποχαλκώνω |
|||