|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αδαφόρετα? — — σκληρός — κονδυλοθήκη — βιομηχανία — δοκιμαστικά — ηλεκτρομαγνήτης — καταιόνησις — αντιγραφικά — γυαλάδα — σχετικώς — πλουτώνειος — βοϊδάκι — κατράμι — φιλόμοοσος — ακροάτρια — αμφιετής — ξεσταχυάζω — κολακεύω — ασούβλιστος — κεραυνόβλητος — βομβυκοτρόφος — βητατρόνιον |
|||