|
η фисташковое дерево #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фисташковое дерево? — πιστάκη как с (ново)греческого переводится слово πιστάκη? — фисташковое дерево — φραγκοράφτρα — αξετίμητος — βυζάκι — ανιχνευτικό — γωνίδι — φλεβικός — τέκνο — ρεμβάζω — ασβέστης — τεταρτάκι — ζωϊκότητα — πηγαινοερχομός — γλωσσίς — βολικός — άφιλος — περικαψύλιο — χολκουργείο — χρειάζομαι — εγγονάκι — ευπαρουσίαστος — ηλεκτρομετολλουργία |
|||