|
(-ιδος) ο 1) трус; 2) уст. дезертир #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трус? — ρίψασπις как на (ново)греческом будет слово дезертир? — ρίψασπις как с (ново)греческого переводится слово ρίψασπις? — трус, дезертир — ξεκαπάκωμα — γιγαντεμένος — τίλιο — σημιτζής — τουλούπα — καταπλακώνω — χάβρα — ταχυκίνητος — σοσιαλιστής — παγεμός — φθειρίζω — τουρτουρίζω — σειριά — παγόβουνο — ομαλοποιούμαι — αόριστος — γαλακτομέτρηση — διατριβογράφος — δικτυωτός — χαρτογραφία — αποσταφιδιάζω |
|||