Новогреческий словарь
θεόκουφος
θεόκουφ|ος
совершенно глухой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
совершенно глухой
? —
θεόκουφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
θεόκουφος
? — совершенно глухой
#
(ново)греческий словарь
—
εδαφογνωσία
—
οποθενδήποτε
—
συντροφιά
—
τραγωδιοποιός
—
βερνικωμένος
—
ανεπιμιξία
—
ανεπίσημος
—
ανήμερα
—
φανταρίστικος
—
ανατολίστρια
—
συγκρίνω
—
ηθολογία
—
ελάφρωμα
—
υδροστεγής
—
χιλιάκις
—
καμπυλοειδής
—
λαφρύς
—
ανθρωπομάζωμα
—
υποκρύπτω
—
λαγόκαρδος
—
θετικισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,