|
совершенно глухой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово совершенно глухой? — θεόκουφος как с (ново)греческого переводится слово θεόκουφος? — совершенно глухой — Μεγαλοβδόμαδο — υφηγήτρια — οστεολογία — κοσμοπλήμμυρα — υδατοποσία — τουφεκιά — ονειρικός — φιλιωτής — κατανικώ — θρηνώ — περιθωριοποιούμαι — μαντατεύτρα — ά-ά! — αμαξοφόρτωμα — μονάς — ακροατήριο — σταυρωτής — στοιχειωμένος — γρσφολόγος — τυπογραφικός — σεκλετίζω |
|||