|
(-όνος) ο тех. угломер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово угломер? — ψευδογνώμων как с (ново)греческого переводится слово ψευδογνώμων? — угломер — θόλωσις — αλογία — ανεύρυνση — φαρμακοληψία — γυμνοθεραπεία — λουφάρω — ευαρεστούμαι — ενδιαφέρων — αγευσία — παρεμφερής — αποκτάω — κυρτωμένος — αρμοσφίγκτης — μουνί — στεγανότητα — φαρμακωμένος — πολύπλευρος — άγρα — ντερέμπεης — τενόρος — πορνεύομαι |
|||