|
η наём, аренда; прокат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наём? — ενοικίαση как на (ново)греческом будет слово аренда? — ενοικίαση как на (ново)греческом будет слово прокат? — ενοικίαση как с (ново)греческого переводится слово ενοικίαση? — наём, аренда, прокат — τριγωνομετρω — κουτσοχέρης — σφηνάκι — περίτριμμα — υπερμετρωπία — σπανακόπιττα — φυλαγμένος — ακλεριά — λευκοφόρος — ανακαμπτικός — καλύβα — πινάκα — επίλεκτος — πλέξη — μαλακοκαύλης — ογκάνισμα — ευθυμολογώ — βράδι — φλοκκωτός — καμπουρομύτης — φτωχομάνα |
|||