|
ο бабник; волокита (уст.); γερο-~ — старый ловелас #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бабник? — μπήχτης как на (ново)греческом будет слово волокита? — μπήχτης как с (ново)греческого переводится слово μπήχτης? — бабник, волокита — ανελίσσω — βομβυκόσπορος — ξεσέρνω — ανέχολος — υπόφαιος — καχέκτις — φρενοκομείο — περιστερεών — τελωνειακός — εισιτηριοδιαφυγή — διάγγελμα — μονιμοποιούμαι — φθειασίδι — τράγιος — διαλεύκανση — κάμπτομαι — λαρυγγορραγία — καταχαλνώ — ειδοποιός — επιλέξιμος — ασπροσίτικος |
|||