|
ο маслобойня (по производству оливкового масла) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маслобойня? — ελαιόμυλος как с (ново)греческого переводится слово ελαιόμυλος? — маслобойня — απιδωτός — αγροφυλακή — μποέμ — αεροθερμικός — αφηγηματικά — αντικνήμιο — υγροποιούμαι — αφάνιση — ομόηχος — σαλό — αμυλίνη — συνειρμικός — άφτρα — καλαμένιος — κήπευση — αλληλεθνής — νευροπαθητικός — μονομάχος — παρήλιξ — συχωρώ — αχαρτοσημαστός |
|||