|
η воз (груз, перевозимый на повозке); μιά ~ ξύλο??? — воз дров #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово воз? — αμαξιά как с (ново)греческого переводится слово αμαξιά? — воз — απομάσσω — ευπρόσιτος — ακάτεχος — πολιτευόμενος — εξωγαμία — Αμαζόνα — ξεστός — γάνιασμα — προσκύρωση — αγιοβασιλιάτικος — χαράκι — κλειδούχος — μελισσόπουλο — βανάκι — χλιδή — μαλώνω — αποκορυφώνω — ατενίζω — σποριαρης — ασύντριφτος — διάστροφος |
|||