Новогреческий словарь
αμαξιά
αμαξιά
η
воз
(груз, перевозимый на повозке);
μιά ~ ξύλο??? — воз дров
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
воз
? —
αμαξιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμαξιά
? — воз
#
(ново)греческий словарь
—
αποζώ
—
λίκνο
—
δύσχρηστος
—
καλπάζων
—
επέτυχον
—
κοντοβολεύω
—
αλληλοκαταγγέλλομαι
—
απαγγέλνω
—
εκπολιτισμός
—
οκταπύρηνος
—
καουτσουκένιος
—
ψηστήρι
—
επιγραφολόγος
—
νεωτερισμός
—
αφτόπονος
—
μεγαλοβιομήχανος
—
χύμισμα
—
κοράλινος
—
ζαχαριέρα
—
ξεραγγιανός
—
επανετέθην
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω