|
η наклон вперёд (в гимнастике) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наклон вперёд? — επίκυψη как с (ново)греческого переводится слово επίκυψη? — наклон вперёд — σιταροπάζαρο — διοπτικός — θάβω — πολιοκόριτσο — ξυλουργείο — φαρμάκι — χρυσοφοράω — αρτοπώλης — γυμναστική — πνευματικός — μυκητώδης — κυρός — πακτώνω — ολόχρυσος — αθρόνιαστος — μποσικάρω — κεροπάνι — κόσμησις — φλαμουριά — διήμερο — μαυρογένης |
|||