|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρδιοπαθής? — — πρός — εύπορος — ταυτό — αψύχραντος — εγκυκλοπαιδικότητα — μοοσοολμάνος — ήπιος — υπαρχή — δακτυλιογραφία — κουτσοδουλειά — θηροφύλακας — καψώνω — αποκλήρωση — χρυσοποιία — αθροιστήρας — οχεύω — άσκιος — ψευτοφιλία — φουστάνι — διασκορπιστής — κρεοφαγώ |
|||