Новогреческий словарь
αστακός
αστακός
ο
омар
;
===
κόκκινος σάν ~ — красный как рак
;
οπλισμένος σάν ~ — вооружённый до зубов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
омар
? —
αστακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αστακός
? — омар
#
(ново)греческий словарь
—
πανικός
—
αντιδικαστικός
—
διαγωνισμός
—
υδατογραφία
—
πεντηκοστός
—
ανήρεσα
—
φόρεμα
—
μισοκαμένος
—
μαγκουριά
—
κυλιάμενος
—
παστεριώνω
—
νεκροκρέβατο
—
οίαξ
—
Μολδαυή
—
τζάνεμ
—
βραχυβιότης
—
μονοφωνικός
—
ευκαμψία
—
χωλός
—
μακρινάρι
—
καταριθμώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве