|
ο омар; === κόκκινος σάν ~ — красный как рак; οπλισμένος σάν ~ — вооружённый до зубов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово омар? — αστακός как с (ново)греческого переводится слово αστακός? — омар — σιγουριά — μονδαμίνη — εικοσάκις — αντρίκιος — δίς — πουστάρα — προσοικείωση — σταυλίτης — αυτοκατάκριτος — απομεινάρης — φιδιασμένος — δελτιώνω — παραπεμπτικό — αποχαυνωμένος — συρικτός — αμυγδαλέο — αποσκιάζω — υγειονόμος — τελειοθήρας — έμβοθρον — τακτοποιημένος |
|||