αστακός

формы словаβ
αστακός
ο омар;

===
          κόκκινος σάν ~ — красный как рак;
          οπλισμένος σάν ~ — вооружённый до зубов



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово омар? — αστακός
как с (ново)греческого переводится слово αστακός? — омар


σιγουριάμονδαμίνηεικοσάκιςαντρίκιοςδίςπουστάραπροσοικείωσησταυλίτηςαυτοκατάκριτοςαπομεινάρηςφιδιασμένοςδελτιώνωπαραπεμπτικόαποχαυνωμένοςσυρικτόςαμυγδαλέοαποσκιάζωυγειονόμοςτελειοθήραςέμβοθροντακτοποιημένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit