|
το пень; чурбан, обрубок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пень? — απόκορμο как на (ново)греческом будет слово чурбан? — απόκορμο как на (ново)греческом будет слово обрубок? — απόκορμο как с (ново)греческого переводится слово απόκορμο? — пень, чурбан, обрубок — υδαρότητα — ωογόνο — κακοθήλυκο — στρούγκα — αρχοντάνθρωπος — σκολιότης — αδιαφιλονίκητος — περιφρονητέος — ξεχωνιάζω — στραβοκύτταγμα — συμφοιτήτρια — τσεκούρας — ταπητουργείον — μουστακοδέτης — λεξικολόγος — τρυπιοχέρης — μπανάνα — κίρκος — κατέσχον — αμερικανισμός — μετωπιαίος |
|||