|
ο 1) водохлёб; 2) трезвенник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водохлёб? — υδροπότης как на (ново)греческом будет слово трезвенник? — υδροπότης как с (ново)греческого переводится слово υδροπότης? — водохлёб, трезвенник — επιβίβαση — εκάην — αδέσμευτος — κοσμοπλήμμυρα — οψιμάθεια — εργατιστής — εξάγγελος — ωρύομαι — διχτάτος — πρόφρων — γλυκίζω — εξάλφα — σκαφείον — σχόλιο — βιρμανικός — αναρρώνω — αμβλύωπας — τσίρκο — εμφράκτης — ψυχαναλυτής — καζανόκαρφο |
|||