πιανιστικά

формы словаβ
πιανιστικά



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πιανιστικά? —


υπερκερώδιαθείωσηπονηρεύομαικατάστημαβουρλισμένηδραστηριοποιούμαιπαραδρομήκεράσιαιωρίζωμεταλλευτικόςλιγύφθογγοςστενοχώριαινίοαπαιδευσίαλίχνευμαακοιμησιάδουκέσσαπολιτικομανήςδιατρέξαντακατώφλιεύτεκνος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit