|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πιανιστικά? — — υπερκερώ — διαθείωση — πονηρεύομαι — κατάστημα — βουρλισμένη — δραστηριοποιούμαι — παραδρομή — κεράσι — αιωρίζω — μεταλλευτικός — λιγύφθογγος — στενοχώρια — ινίο — απαιδευσία — λίχνευμα — ακοιμησιά — δουκέσσα — πολιτικομανής — διατρέξαντα — κατώφλι — εύτεκνος |
|||