|
παθ. αόρ. от κρύπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εκρύβην? — — χαρέμι — απόγκωνος — χωριό — αράχνα — αγαλματοειδής — χηνάρι — αζεμάτιστος — ιξός — τέμνουσα — πολιορκητική — ακροβολισμένος — γυαλώνω — φθογγόσημο — ξέρραμα — ύφασμα — αλλοιωτός — αδιπλάρωτος — αυθάδικος — διλοχία — σίελον — μαντεμένιος |
|||