|
η нефтехранилище #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нефтехранилище? — πετρελαιοθήκη как с (ново)греческого переводится слово πετρελαιοθήκη? — нефтехранилище — κοιλόκυρτος — ακόπιαστος — τούρκα — γυψοπλαστική — δάσος — δήλιος — αγύτευτος — πανταχού — ξελάκκισμα — ναυαγοσώστης — αναμικτήρας — φλοιοβαφή — ρεγχάζω — δρυοδεψικό — κακούργος — απολεσθείς — αλάργεψη — ψευτόμαγκας — γκαμπαρντίνα — έδαφος — γιαλαντζί |
|||