|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σταυροδοτώ? — — ματεριαλιστής — αποκωδικοποιητής — δένδρο — ενακτέος — μακροκατάληκτος — αργοψήνω — ξενοιασιά — αγριάνθρωπος — ουλαμός — αποδιπλώνω — Γεωργιανός — μετάξι — εξυψωτικός — παιδεμένος — αλατοχημεία — φωτοτηλέγραφος — βρόμι — φιδοζώνομαι — γουδί — υγρομετρία — μετάβαση |
|||