|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φανφαρόνικος? — — κατελώ — ανασκοπή — βροντοκοπώ — γιορταστικός — κερήθρα — αδραχτιά — γενναίος — ανεμοσκορπίδια — φορεμένος — στοιχειοθετείον — πινελλιά — ηλεκτροτεχνικός — λατρευτικότητα — περισπάωμαι — ανεμοδαρμένος — αναστατώνομαι — εκκαίω — φασιανός — υδροδόχη — αφρώδης — το |
|||