|
η прокатка, прокат (металла) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прокатка? — ελασματοποίηση как на (ново)греческом будет слово прокат? — ελασματοποίηση как с (ново)греческого переводится слово ελασματοποίηση? — прокатка, прокат — μαγγανιούχος — εγκεφαλικός — γαργαρισμός — κυρία — δικονομία — συγκρούομαι — εξιστοράω — σκαρτεύω — κωλυόμενος — πλινθοποίηση — ηθμοειδής — κατάσβεση — μαγνητοχάλυβας — προδιατίθεμαι — εγκρίνω — ενθρονίζομαι — θυμίασις — ανισοβαρώς — δεκαπλούς — ολισθητήρας — ακυρωσία |
|||