|
το женская половина ( в церкви) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женская половина? — γυναικίτι как с (ново)греческого переводится слово γυναικίτι? — женская половина — σταλιάζω — κουρελού — Κρεμλίνο — έκκλητος — παράστημα — αυτάδελφος — οικονομία — κατασκοπεία — ανυπαγόρευτο — ακαταληψία — συνειδητοποιούμαι — ασύρματα — πετυχημένος — ανθώνας — ψυχοφθόρος — ατμοκλίβανος — απόγιομα — εμπυρεύω — αγκωνιαστά — τροπωτήρ — τηλεμετρικός |
|||