|
η маслоделие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маслоделие? — βουτυροκομία как с (ново)греческого переводится слово βουτυροκομία? — маслоделие — ερίκι — ακρωτηρίαση — γομάρια — καστανός — βελονοθήκη — αγγλομανής — επισταθμεύω — πολωνός — ασφοδέλι — αχαλάρωτος — σταθμόν — πύαρ — λακάω — ιρίδιο — υπερφεγγάρι — χρωματουργός — γονατώ — σωματειακός — κυλινδροειδής — μουφτής — ξελέπισμα |
|||