|
не обеспеченный, не закреплённый (законом и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не обеспеченный? — ακατοχύρωτος как на (ново)греческом будет слово не закреплённый? — ακατοχύρωτος как с (ново)греческого переводится слово ακατοχύρωτος? — не обеспеченный, не закреплённый — γερόντισσα — φεγγοβόλημα — ανακύμανση — κόμιστρο — βουλητικό — αυτοπαρηγορούμαι — ξελωλαίνω — νοσηρότητα — κτηματικός — διαπύηση — φλεγμαίνω — θρεφτάρι — διυλισμένος — ορμονικός — μηλοπεπόνι — νεροκολόκυθο — δραματάκι — μυροφόρος — σχόλασμα — παραπλώνω — παραπλωτήρ |
|||