|
(-ακος) ο вальдшнеп, бекас (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вальдшнеп? — σκολόπαξ как на (ново)греческом будет слово бекас? — σκολόπαξ как с (ново)греческого переводится слово σκολόπαξ? — вальдшнеп, бекас — φρενιτικός — υδρωπικία — συμβαίνει — αγγειοχειρουργική — ετυμολόγημα — δροσοσταλίδα — ψαρόμαλλος — κηπουρός — υποβοηθός — σιφωνίζω — χρήζω — γομάρα — ασυγχωρεσιά — ανάστροφος — εκχυδάϊση — αθωνίτικος — ψυχομάχητό — προσχωματικός — ξώπετσα — αδιακύβευτος — επινικελώνω |
|||