|
το дрожь, озноб (от холода) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дрожь? — ανεχίτωμα как на (ново)греческом будет слово озноб? — ανεχίτωμα как с (ново)греческого переводится слово ανεχίτωμα? — дрожь, озноб — όχθος — οφιοειδή — φερετροποιός — φαφούτα — θημωνιάζω — κουμκάν — βιά — γειτνίαση — κατανυκτικός — γαργιάρισσα — καθαρά — επίπλευση — λεπτόγειος — συνταγολογία — αβόλευτος — σαξόνιος — τσεκουράτος — ξέφτι — γραβάτα — μπασμένος — χειρόβολο |
|||