Новогреческий словарь
ανεχίτωμα
ανεχίτωμα
το
дрожь, озноб
(от холода)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дрожь
? —
ανεχίτωμα
как на
(ново)греческом
будет слово
озноб
? —
ανεχίτωμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανεχίτωμα
? — дрожь, озноб
#
(ново)греческий словарь
—
ευεκτώ
—
αρνοπόκι
—
σχεδόν
—
κολλεκτιβισμός
—
φτειαστικά
—
ανασγυρίζω
—
τάνγκο
—
γελιέμαι
—
μεγαλειωδώς
—
προτεραία
—
αρμεχτά
—
αχρήστωση
—
ψηφοδόχος
—
σώσιμο
—
ημίσβεστος
—
κραταιότητα
—
συνθλαστήρ
—
σουγιάς
—
σταλακτός
—
ξεγέννημα
—
κόρφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,