Новогреческий словарь
μαγνητοηλεκτρικός
μαγνητοηλεκτρικός
электромагнетический
;
~ή μηχανή — магнето
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
электромагнетический
? —
μαγνητοηλεκτρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαγνητοηλεκτρικός
? — электромагнетический
#
(ново)греческий словарь
—
οψικευόμενος
—
ραδιουργία
—
σύρμα
—
ανάθρεμμα
—
κακογεννώ
—
ανόρκιστος
—
πυραμιδικός
—
πρότυπος
—
παρεκβατικός
—
κουκούλι
—
κακοήθεια
—
βράδυ
—
αυθέντης
—
διάτονος
—
καβούρδισμα
—
κλωστοϋφαντικός
—
ζαχαρωτό
—
ατριγύριγος
—
ζερβοκουτάλα
—
κακοφορμίζω
—
πατώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве