Новогреческий словарь
φίλημα
φίλημα
το
поцелуй
;
δίνω ένα ~ — поцеловать
;
===
είναι γιά ~ — очаровательный, восхитительный (о человеке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
поцелуй
? —
φίλημα
как с
(ново)греческого
переводится слово
φίλημα
? — поцелуй
#
(ново)греческий словарь
—
αεροθερμαγωγός
—
εγγραφή
—
αστραμμα
—
αποπροσγείωση
—
γηροκόμια
—
πετσί
—
κλακαδόρος
—
στέφανος
—
απονίβομαι
—
απογαλάκτιση
—
αριθμοθετώ
—
συντακτικό
—
εκνιτρώ
—
σίδερο
—
φιλοκαλία
—
ξεγνοιάζω
—
φτωχοφαμελιά
—
ομότυπος
—
θετικοδοξία
—
μονοσέπαλος
—
ησκιάδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,