|
το поцелуй; δίνω ένα ~ — поцеловать; === είναι γιά ~ — очаровательный, восхитительный (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поцелуй? — φίλημα как с (ново)греческого переводится слово φίλημα? — поцелуй — ερωταπόκριση — πραΰνω — αλμυρίχα — περιδιάβαση — χρηματισμός — δερματικός — πυρολάτρις — ασκήτρια — ώχ! — αιώνας — πατσατζήδικο — κουκουβάγια — αναμαλάζω — κόλλυβο — πιέζω — βανάνα — κακοθανατιά — στουπέτσι — εξωθερμικός — αποκαθίδι — μονόπορτα |
|||