|
(αόρ. προσέμαθον) узнавать дополнительно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово узнавать дополнительно? — προσμανθάνω как с (ново)греческого переводится слово προσμανθάνω? — узнавать дополнительно — γλωσσοκοπάνα — άωτον — στραβοχυμένος — επαγγέλλομαι — σαχλαμάρας — πολυνευρίτιδα — δαπάνη — υποκρισία — αναθεματίζω — δασκαλάκος — πικρόγλυκος — αὑαίνω — διαλέγομαι — πλατυ- — ιδρυματοποιώ — γαλάζιος — διάδυση — απίστωτος — αντικαπιταλισμός — αφειδώ — επιτελίδα |
|||